- εὔαρ
- εὔαρ, etym. of ἔαρ, coined by Hellad. ap. Phot.Bibl.p.535 B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εύαρ — εὔαρ, τό (Α) η λέξη έχει πλαστεί από τον γραμματικό Ελλάδιο ως παρετυμολόγημα τής λ. ἔαρ («τὸ ἔαρ παρὰ τὸ εὔαρ εἶναι εἴρηται ἡδίστη γὰρ τότε ἡ τοῡ ἔαρος κρᾱσις», Φώτ.) … Dictionary of Greek